- θρυαλλίδες
- θρυαλλίςplantainfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ELLYCHNIA — apud Stat. l. 4. Sylv. 9. v. 29. Non ellychnia sica, non replictae Bulborum tunicae, nec ova tantum? stupae sunt tortiles, lychnis oleo plenis flammam alentes, Gr. ἐλλύνχια, item θρυαλλίδες, et φλογμοὶ, Pollus l. 6. c. 18. et l. 10. c. 26. Quem… … Hofmann J. Lexicon universale
δίμυξος — δίμυξος, ον (AM) (για λύχνο) αυτός που έχει δυο θρυαλλίδες, φιτίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μύξα «θρυαλλίδα τού λύχνου»] … Dictionary of Greek
οινόπτης — οἰνόπτης, ὁ (ΑΜ) μσν. δοκιμαστής οίνων αρχ. 1. κατώτερο αξίωμα στην αρχαία Αθήνα που είχαν επιστάτες οι οποίοι επόπτευαν στα συμπόσια για να γίνεται ίση ανάμιξη νερού και κρασιού και για να πίνουν εξίσου όλοι οι συμπότες 2. στον πληθ. οἱ οἰνόπται … Dictionary of Greek
φλομίς — (phlomis). Γένος χειλανθών φυτών, που φυτρώνουν στις παραμεσόγειες χώρες και στην εύκρατη Ασία. Είναι πολυετείς πόες με απλά φύλλα και άνθη μεγάλα κοκκινωπά ή κίτρινα. Περλαμβάνει περίπου 80 είδη, ορισμένα από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek